- ίρις(-ιδος)
- η1) радуга; 2) анат. радужная оболочка; 3) бот. ирис
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ίρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας και εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των θεών, ιδιαίτερα του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν αδελφή της Άρκης που είχε τιμωρηθεί από τον Δία επειδή είχε βοηθήσει τους … Dictionary of Greek
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
Iris — IRIS, ĭdis, Gr. Ἴρις, ιδος, (⇒ Tab. IV.) 1 §. Namen. Diesen leiten einige von ἔρις, der Zank, her, weil sie von den Göttern nur bey Streitigkeiten, wie Mercur bey Friedensdingen, gebrauchet wurde. Serv. ad Virg. Aen. V. v. 606. Andere holen ihn… … Gründliches mythologisches Lexikon
íride — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Lirio hediondo, planta. * * * íride (del lat. «iris, ĭdis», iris, del gr. «îris, idos») f. *Lirio hediondo (planta iridácea). * * * íride. (Del lat. iris, ĭdis, iris, y este del gr. ἷρις, ιδος). f. lirio hediondo … Enciclopedia Universal
íride — (Del lat. iris, ĭdis, iris, y este del gr. ἷρις, ιδος). f. lirio hediondo … Diccionario de la lengua española
ιρίτιδα — η (Α ἰρῑτις, ιδος) [ίρις] νεοελλ. φλεγμονή τής ίριδας τού οφθαλμού, αλλ. ιριδίτιδα αρχ. είδος πολύτιμου λίθου … Dictionary of Greek
ξυρίς — ξυρίς, ίδος και ξίρις, ἡ, και ξείρης, ὁ, και, κατά τον Ησύχ., ξειρίς, ἡ (Α) 1. είδος τού φυτού ίρις, τού οποίου τα φύλλα μοιάζουν με ξυράφι 2. στον πληθ. οἱ ξυρίδες α) (κατά τον Φώτ.) είδος υποδήματος β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ξυρίδες καμπάγια,… … Dictionary of Greek